οινοποτώ

οινοποτώ
(Α οἰνοποτῶ, -έω) [οινοπότης]
πίνω κρασί
νεοελλ.
πίνω υπερβολική ποσότητα κρασιού, είμαι μέθυσος, οινοπότης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οινοποτώ — πίνω κρασί, είμαι οινοπότης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρατοποτώ — (I) ἀκρατοποτῶ ( έω) (Α) πίνω άκρατο, ανόθευτο κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατοπότης κατά το οἰνοπότης > οἰνοποτῶ]. (II) ἀκρατοποτῶ ( έω) (Μ) [ἀκρατοπότης ΙΙ] πίνω ασυγκράτητα, υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • οινοποτάζω — οἰνοποτάζω (Α) [οινοπότης] (ποιητ. παλαιότ. τ. τού οἰνοποτῶ) πίνω κρασί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”